ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: Γιατί είμαστε η χώρα των «εργαζόμενων φτωχών»

in.gr  18 June, 2025 OIKONOMIAΑΡΘΡΑ
ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: Γιατί είμαστε η χώρα των «εργαζόμενων φτωχών»

Την απάντηση στο ερώτημα «γιατί στο τέλος του μισθού μένει τόσος πολύς μήνας», δίνει η ετήσια έκθεση 2025 του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση.

Σε ξεχωριστό κεφάλαιο για την εξέλιξη των αμοιβών των εργαζομένων, αποδεικνύεται ότι επί διακυβέρνησης της ΝΔ, το διάστημα 2019-2024, πραγματοποιήθηκε μια εντυπωσιακή αναδιανομή εισοδήματος, εις βάρος των μισθών και υπέρ των κερδών.

Συγκεκριμένα, ενώ η παραγωγικότητα το διάστημα 2019-2024 ενισχύθηκε ήπια κατά 1,2% σε πραγματικούς όρους, το  πραγματικό μέσο ημερομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7%.

Η άνιση εξέλιξη των μισθών και των κερδών αντανακλάται και στη μεταβολή των τιμών.

Ποιος φταίει για τον πληθωρισμό;

Το πάγιο επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι ο πληθωρισμός είναι πρωτίστως εισαγόμενος και έχει να κάνει με την αύξηση του μοναδιαίιου κόστους εισαγωγών. Παρόμοια είναι και τα επιχειρήματα των εργδοτών, οι οποίοι επίσης αποδίδουν τις ανατιμήσεις και στην έμμεση φορολογία και την αύξηση του μισθολογικύ κόστους.

Όμως από την ανάλυση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ προκύπτει ότι  βασικός παράγοντας της ακρίβειας, είναι ο πληθωρισμός των κερδών.

«Οι ολιγοπωλιακές δομές σε πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας επέτρεψαν την αύξηση του μεριδίου κερδών σε επίπεδο μεγαλύτερο της αύξησης του κόστους των εισαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.  Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ακόμα και σήμερα, με τη σχετική σταθεροποίηση των τιμών, το μερίδιο του κέρδους στον αποπληθωριστή ΑΕΠ (μοναδιαίο κέρδος) να είναι πολύ υψηλότερο από το προ-πανδημικής κρίσης επίπεδο», σημειώνεται.

 

Τι συμβαίνει στην ΕΕ

Στην ΕΕ, το διάστημα 2019-2024 η συμβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας, του μοναδιαίου κέρδους και του μοναδιαίου κόστους εισαγωγών στην αύξηση του επιπέδου των τιμών ήταν παρόμοια. Ο καθένας από αυτούς τους παράγοντες αυξήθηκε κατά 0,7 μονάδες.

Στην Ελλάδα με εξαίρεση το 2022, το μεγαλύτερο μέρος του αποπληθωριστή ΑΕΠ, προσδιορίζεται από τα κέρδη, ακολουθούμενο από το κόστος εισαγωγών ενώ το μισθολογικό κόστος είναι μόλις ο τρίτος προσδιοριστικός παράγοντας στην εξέλιξη των τιμών.

 

Εργαζόμενοι φτωχοί

Παρά τη βελτίωση των βασικών ποσοτικών δεικτών της αγοράς εργασίας, η μειωμένη αγοραστική δύναμη μεγάλου τμήματος των εργαζομένων συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά τις συνθήκες διαβίωσης στη χώρα μας.

Για παράδειγμα, το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης για τους μισθωτούς στην Ελλάδα αγγίζει το 8,8% (από 8% το 2023), ενώ στην ΕΕ είναι μόλις 3,8%.

Έχουμε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μισθωτών που ζουν σε συνθήκες σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης μετά τη Βουλγαρία.

Στο σύνολο των εργαζομένων το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώθηκε στο 9,1%, για τους εργαζομένους πλην μισθωτών στο 9,6% και για τους ανέργους στο 41%. Τέλος, για τους συνταξιούχους και τα υπόλοιπα μη οικονομικά ενεργά άτομα το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης το 2024 ανήλθε στο 9,1% και στο 20,6%, αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι σε όλες τις υπό εξέταση επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες τα αντίστοιχα ποσοστά σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης στη χώρα μας κατέγραψαν το 2024 αύξηση έναντι του 2023, ενώ ήταν σχεδόν διπλάσια εκείνων στο σύνολο της ΕΕ.

 

Δουλεύουμε, αλλά δεν μένουν χρήματα για μας

Ενδεικτικό των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά εκείνων που αδυνατούν να ξοδέψουν ένα μικρό ποσό χρημάτων κάθε εβδομάδα για τον εαυτό τους. Σχεδόν οι τρεις στους δέκα  (29,3%) δουλεύουν αποκλειστικά για να καλύπτουν τα πάγια έξοδα, και όχι μόνο δεν μπορούν να αποταμιεύσουν, αλλά δεν μπορούν καν να καλύψουν βασικές προσωπικές ανάγκες.

Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο σε σχέση με το 2023 (27,9%) και είναι μακράν το υψηλότερο μεταξύ των 27 κρατών-μελών, υπερβαίνοντας κατά 21 ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο της ΕΕ (8,2).

Οι πιο χαμηλόμισθοι, που ανήκουν στο κατώτερο πεμπτημόριο της εισοδηματικής κατανομής, αδυνατούν να ξοδέψουν κάτι για τον εαυτό τους σε ποσοστό 66%.

Υποκειμενική φτώχεια

Ιδιαίτερα διαφωτιστικός σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων στη χώρα μας είναι ο δείκτης της υποκειμενικής φτώχειας, που δείχνει το ποσοστό όσων ατόμων δηλώνουν ότι τα βγάζουν πέρα οικονομικά με δυσκολία ή με μεγάλη δυσκολία.

Το 2024 το ποσοστό αυτό ανήλθε στην Ελλάδα στο 57,1%, σημειώνοντας μικρή μόνο βελτίωση τόσο έναντι του 2023 (58,8%) όσο και έναντι του 2019 (63,3%). Παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες οικονομίες της ΕΕ τα αντίστοιχα ποσοστά σημείωσαν μια σχετική αύξηση την περίοδο 2019-2024, σημαντική είναι η μείωσή τους σε κράτη-μέλη που στο παρελθόν κατέγραφαν πολύ υψηλά ποσοστά (π.χ. Βουλγαρία, Κύπρος, Κροατία).

Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα η απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας όσον αφορά την τιμή του συγκεκριμένου δείκτη να αυξηθεί από τις 23,6 ποσοστιαίες μονάδες το 2019 στις 28,6 το 2024.

 

in.gr  18 June, 2025 OIKONOMIAΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

 

Περισσότερα νέα

mesaralive.gr | επίσημη σελίδα