Νεολαία και διαδικτυακά challenges: Πώς το ψηφιακό «αλήθεια ή θάρρος» έγινε πολιτικό ζήτημα
Το διαδίκτυο πλέον έχει πάψει να είναι μόνο ένα εργαλείο ή να αποτελεί κάποιου είδους πολυτέλεια. Είναι μια ουσιαστική, αναφαίρετη σύγχρονη κοινωνική ανάγκη, τη χρηστικότητα της οποίας επισκιάζουν μόνο τεχνοφοβικές παρωπίδες.
Οι «βίοι παράλληλοι» με τον ψηφιακό κόσμο και ιδιαίτερα με το μεσαίο παιδί του, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ), έχουν οδηγήσει στη μετάπλαση πτυχών της καθημερινής ζωής που -για κάποιους- συνήθιζαν να είναι αθώα. Στην πραγματικότητα, απλώς δημοσιοποιήθηκαν παγκοσμίως μέσω της διαδικτυακής κοινότητας, θέτοντας ένα καίριο ερώτημα μέσω επιστημόνων, ακαδημαϊκών αλλά και απλών ανθρώπων με κοινωνική ενσυναίσθηση: γιατί τα challenges γίνονται τόσο δημοφιλή στα παιδιά και τους νέους;
Τα διαδικτυακά challenges δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη σύγχρονη μορφή του πάλαι πότε «dare» ή αλλιώς «αλήθεια ή θάρρος» στα καθ' ημάς.
Θέλουμε να νιώθουμε κομμάτια ενός συνόλου
Ο άνθρωπος ανέκαθεν είχε μια αντιστρόφως εκθετική γοητεία προς την πρόκληση. Όσο το νεαρότερο της ηλικίας -άρα όλο και λιγότερη άγνοια κινδύνου- τόσο πιθανότερο να αυξάνεται η δεκτικότητά του σε «ασκήσεις θάρρους» που σε έναν ενήλικα ή σε έναν πιο εγκρατή συνομήλικό του θα φαίνονταν παράταιρες. Η παρορμητικότητα μπορεί να είναι ένα εγγενές -και υγιές- χαρακτηριστικό της ύπαρξής μας, όταν όμως δε φιλτράρεται από την απαραίτητη λογική κρίση μπορεί να αποβεί μοιραία.
Από το να χτυπήσεις όλα τα κουδούνια μιας πολυκατοικίας ή να πεις «Bloody Mary» τα μεσάνυχτα μπροστά από τον καθρέφτη, στο να πηδάς στις οροφές του ηλεκτρικού εν κινήσει ή να καταπιείς αμάσητες τεράστιες ποσότητες τροφίμων, σε όλα υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής: το «ανήκειν».
Με όρους gaming θα το λέγαμε «social xp», με όρους σύγχρονης διαδικτυακής αργκό «street cred». Σε κοινά ελληνικά, η πηγαία ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει σε ένα κοινωνικό σύνολο, να χαίρει σεβασμού, θαυμασμού και αναγνώρισης.
Πώς η επιρροή του διαδικτύου διαβρώνει αυτή την ανάγκη
Το ζήτημα περιπλέκεται όταν αυτό εντάσσεται στο περιβάλλον και τους αντίστοιχους άτυπους κανόνες και κώδικες επικοινωνίας των ΜΚΔ. Ένα περιβάλλον όπου η «αξία» ενός ανθρώπου οπτικοποιείται και καταμετράται μέσα από follows, reactions και shares, όπου το αντίστοιχο star system των ΜΚΔ -οι influencers- αντιλαμβάνονται ως «peers» δημιουργώντας τάσεις και δίνοντας το στίγμα των «πρέπει» και των «μη», όπου δημιουργήθηκε μια νέα ψυχολογική κατάσταση σαν το Fear Of Missing Out (FOMO).
Η συμμετοχή γίνεται συλλογικό παιχνίδι, κοινή πρακτική, η ψυχολογία της μάζας πυροδοτεί την παρορμητικότητα, η ντοπαμίνη εκκρίνεται συνεχώς και εύκολα η κρίση μπορεί να θολώσει και από κάτι αστείο και ακίνδυνο σαν το Ice Bucket Challenge να οδηγηθεί σε κάτι ριψοκίνδυνο και δυνητικά επικίνδυνο σαν το Valsalva Challenge.
Το να σκουντήξεις έναν φίλο στον δεξιό του ώμο και να γείρεις στα αριστερά να αντικατασταθεί από το να πέσεις από ύψος πιστεύοντας πως οι φίλοι σου θα σε πιάσουν. Ή ακόμα χειρότερα, να δεχθείς να μασήσεις γόπες για λίγα λεφτά επειδή σε «προκάλεσαν» influencers.
«Τα challenges είναι ένα είδος κοινωνικού διαβατηρίου»
Σε συνομιλία με τη Συστημική Σύμβουλο Ψυχικής Υγείας και Κοινωνική Ανθρωπολόγο, Δανάη Μιχάλη, σχετικά με την τεράστια απήχηση των διαδικτυακών challenges στα παιδιά και τους εφήβους, η ίδια ανέφερε: «Τα παιδιά και οι έφηβοι σήμερα περνούν πολύ περισσότερο χρόνο στα social media σε σχέση με το παρελθόν και αυτό σημαίνει ότι εκτίθενται διαρκώς σε ό,τι θεωρείται "τάση" τη δεδομένη στιγμή. Όσο πιο συχνά βλέπουν κάτι, τόσο πιο δελεαστικό γίνεται για εκείνα. Σε αυτές τις ηλικίες η ανάγκη για αποδοχή και για σύνδεση με τους συνομηλίκους είναι πολύ ισχυρή. Ένα trend μπορεί να λειτουργήσει σαν “κοινωνικό διαβατήριο”, δηλαδή αν το κάνεις, νιώθεις πιο cool, πιο μέσα στα πράγματα, είσαι ένα μέλος της ομάδας. Πολλά παιδιά νιώθουν ότι μέσα από αυτά τα challenges αυξάνεται η "αξία" τους».
«Έχουν υλικό να ανεβάσουν στα δικά τους προφίλ, νιώθουν πιο ορατά και πιο δημοφιλή. Τα social media καλλιεργούν πολύ έντονα αυτή την ανάγκη για προβολή και αναγνώριση και έτσι ένα trend μπορεί να μοιάζει με μια γρήγορη ευκαιρία να κερδίσουν προσοχή. Επιπλέον, σε αυτές τις ηλικίες δεν υπάρχει πάντα η ικανότητα να αξιολογούν σε βάθος αυτό που βλέπουν. Αν κάτι έχει γίνει viral τείνουν να το αντιμετωπίζουν σαν κάτι θετικό ή "κανονικό". Άρα η δημοφιλία ενός challenge από μόνη της το κάνει να φαίνεται πιο ελκυστικό και αυτό είναι που το κάνει να εξαπλώνεται τόσο γρήγορα στις νεαρές ηλικίες», συμπλήρωσε.
«Ανέκαθεν υπήρχαν τέτοια φαινόμενα στις νεαρές ηλικίες»
Γονείς, εκπαιδευτικοί, επιστήμονες, πολιτικοί παράγοντες, ακόμα και απλοί πολίτες, μεγαλύτερης όλοι όμως ηλικίας, που το διαδίκτυο και τα ΜΚΔ ήρθαν ετεροχρονισμένα στη ζωή τους και δεν μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον που αυτά έχουν ήδη εδραιωθεί, πολλές φορές βρίσκουν σε αυτά έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Είναι τα challenges όμως χαρακτηριστικό μόνο της ψηφιακής εποχής;
«Τέτοια φαινόμενα υπήρχαν πάντα. Οι νεαρές ηλικίες ανέκαθεν ήταν πιο ευάλωτες σε ό,τι θεωρείται μόδα ή τάση της εποχής. Το καινούργιο στοιχείο σήμερα είναι το μέγεθος της έκθεσης και η ταχύτητα με την οποία διαδίδεται μια πληροφορία. Τα social media έχουν φέρει μια εντελώς διαφορετική κλίμακα. Ένα challenge που παλιότερα θα έμενε μέσα σε μια σχολική παρέα, τώρα μπορεί να κάνει τον γύρο του κόσμου μέσα σε λίγες ώρες. Όσο πιο συχνά βλέπουμε κάτι, τόσο πιο φυσιολογικό αρχίζει να μοιάζει», εξηγεί η Δανάη Μιχάλη.
«Η συνεχής επανάληψη στα social media δημιουργεί την αίσθηση ότι αυτό που βλέπουμε είναι μέρος μιας κανονικότητας. Και ειδικά τα παιδιά, που ακόμη χτίζουν το κριτήριο, τείνουν να το υιοθετούν πολύ πιο εύκολα. Άρα ναι, οι τάσεις πάντα επηρέαζαν τις νεαρές ηλικίες. Απλώς στη σημερινή ψηφιακή εποχή το φαινόμενο έχει ενισχυθεί πολλαπλάσια, επειδή η πρόσβαση είναι αδιάκοπη και η προβολή συνεχής», πρόσθεσε.
«Τα social media ενισχύουν την ανάγκη των παιδιών να νιώθουν ότι ανήκουν κάπου»
Όσο προοδεύουν και εξελίσσονται οι επιστήμες της ψυχικής υγείας, προκύπτουν νέοι επεξηγηματικοί ορισμοί που είναι «όπλα στη φαρέτρα» μας ώστε να κατανοήσουμε και τον κόσμο, αλλά και κάτι τόσο δαιδαλώδες όπως είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά. Παλαιότερα, οι μητέρες όταν το παιδί έκανε κάτι παρορμητικό στα πλαίσια της παρέας το νουθετούσαν λέγοντας του «αν οι άλλοι δηλαδή πηδήξουν από ένα γκρεμό, θα πας κι εσύ;». Αυτό πλέον το χαρακτηρίζουμε ως ψυχολογία της μάζας, αλλά και ως peer pressure.
«Η ψυχολογία της μάζας και το peer pressure είναι πολύ πιο έντονα σήμερα μέσα από τα social media. Πρόκειται ουσιαστικά για τον βασικό χώρο κοινωνικοποίησης των παιδιών και των εφήβων καθώς εκεί βλέπουν τι κάνουν οι άλλοι, εκεί μαθαίνουν τι θεωρείται επίκαιρο, εκεί διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό η εικόνα τους προς τα έξω. Το αίσθημα του ανήκειν είναι θεμελιώδες για τις νεαρές ηλικίες. Αν ένα παιδί δεν συμμετέχει σε κάτι που κάνουν όλοι κινδυνεύει να μείνει εκτός. Και φυσικά κανένα παιδί δεν θέλει να έχει αυτή την εικόνα», σημειώνει η κα. Μιχάλη.
«Στην προσπάθειά τους να συνδεθούν, να κάνουν φίλους ή να μην ξεχωρίσουν αρνητικά από το σύστημα που ανήκουν μπορεί να ακολουθήσουν συμπεριφορές που κατά βάθος δεν εγκρίνουν ή αναγνωρίζουν ως αρνητικές και παρακινδυνευμένες. Κάποια παιδιά μπορεί να προέρχονται από οικογένειες με συγκεκριμένες αξίες και να έχουν ήδη αντιληφθεί ότι κάτι είναι ακατάλληλο ή επικίνδυνο. Παρ’ όλα αυτά, η ανάγκη για σύνδεση και αποδοχή μπορεί να υπερισχύσει. Έτσι ένα παιδί μπορεί να κάνει κάτι που δεν το εκφράζει απόλυτα μόνο και μόνο για να νιώσει ότι ανήκει. Τα social media ενισχύουν αυτόν τον μηχανισμό γιατί η σύγκριση και η προβολή είναι συνεχείς».
«Οι "κεραίες" γονέων και εκπαιδευτικών πρέπει να είναι διαρκώς σε εγρήγορση»
Ένα σημαντικό κομμάτι του δημόσιου διαλόγου όταν προκύπτει κάποιο νέο τραγικό περιστατικό εξαιτίας ενός τέτοιου challenge εστιάζει στην ευθύνη των γονέων και των φορέων. Οι ευθύνες, τα όρια και τα μέσα όμως πολλές φορές παραπέμπουν σε ομιχλώδες τοπίο.
«Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να ενημερώνονται και να έχουν εικόνα για τα trends που κυκλοφορούν. Δεν αρκεί απλώς να ελπίζουν ότι το παιδί δεν θα εκτεθεί καθώς πλέον η έκθεση είναι αναπόφευκτη. Έχουμε δει στο παρελθόν challenges που οδήγησαν παιδιά σε αυτοτραυματισμό ή ακόμη και σε αυτοκτονία, γι’ αυτό η ενημέρωση και η εγρήγορση δεν είναι υπερβολή, πλέον είναι απαραίτητη. Το σημαντικότερο όμως είναι η σχέση που χτίζεται μέσα στο σπίτι από μικρή ηλικία. Μια σχέση με εμπιστοσύνη, όρια και παρουσία. Οι γονείς χρειάζεται να ακούνε το παιδί τους, να ενδιαφέρονται για τον κόσμο του, να παρατηρούν αλλαγές στη συμπεριφορά του, να γνωρίζουν τους φίλους του. Αν αυτά έχουν εγκαθιδρυθεί από νωρίς, στην εφηβεία υπάρχει ήδη μια βάση επικοινωνίας. Η εφηβεία είναι μια περίοδος όπου το παιδί έχει πολλαπλά ερεθίσματα, το σχολείο, οι φίλοι, το διαδίκτυο. Αν η σχέση δεν είναι σταθερή, το παιδί μπορεί να απομακρυνθεί, να κλειστεί, να μην μοιραστεί πράγματα που το δυσκολεύουν». προειδοποιεί η κα. Μιχάλη.
«Οι "κεραίες" του γονιού και του εκπαιδευτικού χρειάζεται να είναι ανοιχτές και στο σπίτι και στο σχολείο, γιατί πολλές φορές το παιδί εμφανίζεται διαφορετικό σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Και φυσικά, ακόμη κι ένας γονιός που κάνει τα πάντα “σωστά” δεν μπορεί να εξαλείψει κάθε κίνδυνο. Αυτό που μπορεί να εξασφαλίσει, όμως είναι ότι το παιδί του θα νιώσει ασφάλεια να του μιλήσει αν κάτι συμβεί, χωρίς φόβο για τιμωρία, επίκριση ή πανικό. Το ζητούμενο δεν είναι ο απόλυτος έλεγχος αλλά η σχέση που επιτρέπει στο παιδί να έρθει στους γονείς του στη δύσκολη στιγμή».
«Ούτε ανεξέλεγκτη πρόσβαση, ούτε απόλυτη απαγόρευση»
Στο άλλο κομμάτι που προσανατολίζεται ο δημόσιος διάλογος, είναι η εποπτευόμενη χρήση του διαδικτύου για τους ανήλικους ή ακόμη και ο αποκλεισμός τους από τα ΜΚΔ, μια κατεύθυνση που πολλές χώρες ακολουθούν τόσο ευρωπαϊκά, όσο και παγκόσμια. Η Ελλάδα είναι μέσα σε αυτές τις χώρες, με πρωτοβουλίες όπως το Kids Wallet. Παραμένει όμως το ερώτημα εαν ο αποκλεισμός είναι ουσιαστική λύση στο πρόβλημα ή απλώς ένα «τσιρότο» στην ανοιχτή πληγή της ορθής ψηφιακής διαπαιδαγώγησης.
«Η εποπτευόμενη χρήση του διαδικτύου μπορεί να είναι πράγματι βοηθητική, ειδικά για μικρότερες ηλικίες που εκτίθενται ανεξέλεγκτα σε ένα τεράστιο εύρος πληροφορίας. Τα παιδιά συχνά έρχονται σε επαφή με περιεχόμενο που δεν μπορούν ακόμη να κατανοήσουν, να φιλτράρουν ή να διαχειριστούν. Ένας βαθμός προστασίας, ειδικά στις μικρές ηλικίες, είναι αναγκαίος και μπορεί να τα προφυλάξει από επικίνδυνα trends ή ακατάλληλο περιεχόμενο. Ωστόσο, μια απόλυτη απαγόρευση μπορεί να έχει και την αντίθετη επίδραση. Όταν κάτι γίνεται υπερβολικά απαγορευμένο, συχνά γίνεται και πιο δελεαστικό», παρατηρεί η Δανάη Μιχάλη.
«Τα παιδιά μπορεί να αναζητήσουν τρόπους να το αποκτήσουν κρυφά, κάτι που κάνει την κατάσταση ακόμη δυσκολότερη για τους γονείς. Επιπλέον, αν ένα παιδί δεν έχει καμία επαφή μέχρι κάποια ηλικία και ξαφνικά αποκτήσει πλήρη ελευθερία, υπάρχει ο κίνδυνος να “πέσει με τα μούτρα” ακριβώς επειδή δεν είχε χρόνο να μάθει να το διαχειρίζεται. Όπως και σε πολλά άλλα θέματα, η χρυσή τομή είναι η πιο ασφαλής προσέγγιση. Ούτε ανεξέλεγκτη πρόσβαση, ούτε απόλυτη απαγόρευση. Σταδιακά όρια, προσαρμοσμένα στην ηλικία, στην ωριμότητα και στη σχέση γονιού–παιδιού. Αυτό επιτρέπει στο παιδί να μάθει να χρησιμοποιεί το διαδίκτυο με ασφάλεια, έχοντας ταυτόχρονα την καθοδήγηση που χρειάζεται».
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις





