
Μετά από τεράστιες καθυστερήσεις και μόνο έπειτα από σοβαρές πιέσεις τόσο από τις ΗΠΑ, όσο και από την ισορροπία δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο με βασική αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές χώρες αποφάσισαν ότι είναι προς το συμφέρον τους να επανεξοπλιστούν και να αυξήσουν την παραγωγή όπλων και εξοπλισμών στην ΕΕ. Οι υπολογισμοί τους, όμως θα μπορούσαν να αποδειχθούν χωρίς αντίκρυσμα ανάλογα με τις εξελίξεις, όπως καταδεικνύει και η αβεβαιότητα στις αγορές ενόψει της συνάντησης Τραμπ– Πούτιν.
Ο ευρωπαϊκός τομέας της άμυνας επεκτείνεται με ρυθμούς ρεκόρ
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αλλά και οι θεσμοί, το 2022 και με ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πιάστηκαν θα έλεγε κανείς στον ύπνο και αναγκάστηκαν σταδιακά να αλλάξουν πλήρως την λογική της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Το πίβοτ αυτό έχει αρχίσει να αποδίδει πλέον καρπούς καθώς σύμφωνα και με σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, ο αμυντικός τομέας της Ευρώπης σπάει ρεκόρ. Τα εργοστάσια όπλων επεκτείνονται με πρωτοφανή ρυθμό εδώ και δεκαετίες.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των FT που συνέλεξε δορυφορικά δεδομένα, τα εργοστάσια όπλων αυξάνουν τον χώρο που καταλαμβάνουν τρεις φορές ταχύτερα από ό,τι σε καιρό ειρήνης, και έχουν πλέον προσθέσει περισσότερα από 7 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα νέου βιομηχανικού χώρου από το 2022 και έπειτα. Αυτό προκύπτει από την εξέταση των δεδομένων σε 150 τοποθεσίες που συνδέονται με 37 αμυντικές εταιρείες.
Η ευρωπαϊκή προσπάθεια και οι κίνδυνοι
Για να το πετύχουν αυτό οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν συμφωνήσει στην αύξηση των δαπανών για την άμυνα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ (στο 5% του ΑΕΠ μετά από απαίτηση του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ), ενώ έχουν προωθήσει επιπλέον ευρωπαϊκή χρηματοδότηση με προγράμματα όπως το Rearm, αλλά και εθνικά σχέδια επανεξοπλισμού με δισεκατομμύρια ευρώ, με τρανταχτότερο παράδειγμα αυτό της Γερμανίας. Τα περισσότερα κονδύλια έχουν είτε την μορφή δανείων, είτε την μορφή ενισχύσεων, ενώ αρκετά προέρχονται από περικοπές σε άλλους τομείς, όπως επί παραδείγματι στο κοινωνικό κράτος.
Οι αποφάσεις αυτές, ελήφθησαν με την εκτίμηση ότι «οι ΗΠΑ μπορεί να μην είναι πια μαζί μας, αλλά τουλάχιστον δεν είναι εναντίον μας» και ότι για αυτόν τον λόγο ακριβώς θα πρέπει η Ευρώπη και οι ευρωπαϊκές χώρες να μπορούν να είναι έτοιμες να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και την Ουκρανία, απέναντι στην Ρωσία.
Καθώς όμως ο ανοιχτός πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας συμπληρώνει περίπου 3,5 χρόνια, υπάρχουν αρκετές εξελίξεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες βασίστηκε ο επανεξοπλισμός της Ευρώπης, αλλά και η ίδια η υπερανάπτυξη της βιομηχανίας παραγωγής όπλων, πυρομαχικών και εξοπλισμών.
Νευρικότητα στις αγορές και τις μετοχές των ευρωπαϊκών εταιρειών
Και μόνο η είδηση ότι την Παρασκευή, ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα συναντηθούν στην Αλάσκα και ενδεχομένως να σφραγίσουν κάποια συμφωνία για την Ουκρανία, χωρίς την Ουκρανία, αλλά και χωρίς του Ευρωπαίους, προκαλεί ήδη κάμψη στις μετοχές μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών της αμυντικής βιομηχανίας. Επί παραδείγματι τις τελευταίες πέντε μέρες η μετοχή της Rheinmetall έπεσε κατά 13%. Συνολικά ο πανευρωπαϊκός δείκτης STOXX 600, ο γαλλικός CAC 40 και ο γερμανικός DAX υποχώρησαν, ενώ ο βρετανικός FTSE 100 σημείωσε άνοδο.
Ειδικοί επισημαίνουν ότι ο δείκτης STOXX 600 έκλεισε με μικτό αποτέλεσμα, όμως αρνητικό αντίκτυπο είχαν κυρίως οι εταιρείες άμυνας και αεροδιαστημικής, συμπεριλαμβανομένων των Rheinmetall και Renk, που υποχώρησαν εν μέσω εικασιών ότι μια ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία θα μπορούσε να μειώσει τη ζήτηση για στρατιωτικό εξοπλισμό.
Συγκεκριμένα για την Rheinmetall, τα αποτελέσματα έδειξαν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα έσοδα από πωλήσεις και λειτουργικά κέρδη, καθώς και επιβράδυνση στην εισροή παραγγελιών.
Κομβικής σημασίας η συνάντηση Τραμπ – Πούτιν
Οι αναλύσεις που υπάρχουν σχετικά με το τι θα μπορούσε να αλλάξει σε περίπτωση που η κρίση στην Ουκρανία διευθετηθεί, αλλά και όσον αφορά στον τρόπο που αυτή θα διευθετηθεί, ποικίλουν.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι αν δεν ληφθούν υπόψιν οι ευρωπαϊκές και ουκρανικές ανησυχίες για το μέλλον της Ουκρανίας, αλλά και συνολικά για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, είναι εξαιρετικά πιθανό να υπάρξουν αρνητικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, που έχει «ανάψει μηχανές» πολύ πιο αργά από αυτήν των ΗΠΑ.
Από την άλλη υπάρχει η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία ανεξάρτητα από το βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο κέρδος, η αύξηση της παραγωγής και οι επενδύσεις στην ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων θα συνεχίσουν να εξυπηρετούν τις ανάγκες ασφαλείας της ΕΕ σε έναν αβέβαιο γεωπολιτικά πλανήτη, καθώς θα δρουν ως εγγυήσεις διατήρησης της ειρήνης.
Σε κάθε περίπτωση η συνάντηση Τραμπ- Πούτιν στην Αλάσκα, η οποία θα γίνει ερήμην τόσο των Ευρωπαίων, όσο και των Ουκρανών, τοποθετεί εκ των πραγμάτων αυτούς που λείπουν από το τραπέζι στο μενού και ότι και να βγει από αυτήν, είναι βέβαιο ότι θα έχει αντίκτυπο στους υπολογισμούς των ευρωπαϊκών χωρών.
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις