Γυναίκες που άνοιξαν δρόμους στην Ελλάδα: Από την Καλλιρρόη Παρρέν ως την Μελίνα Μερκούρη

https://www.mononews.gr/  13 March, 2023 ΑΡΘΡΑΓΝΩΜΕΣ
Γυναίκες που άνοιξαν δρόμους στην Ελλάδα: Από την Καλλιρρόη Παρρέν ως την Μελίνα Μερκούρη

Με Πρόεδρο της Δημοκρατίας σήμερα μία γυναίκα, την κυρία Κατερίνα Σακελλαροπούλου, με έναν ικανό αριθμό γυναικών βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και υπουργών της κυβέρνησης αντίστοιχα, ο δρόμος που έχει διανυθεί, τον τελευταίο ιδίως αιώνα, για τη συμμετοχή του γυναικείου φύλου στα κοινά μπορεί να κριθεί ως σημαντικός.

Σαφώς η ισότητα ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα και γενικά στον δυτικό κόσμο βρίσκεται μακριά ακόμη σε πολλούς τομείς, άλλωστε και έτσι διαφέρει από χώρα σε χώρα, καθεμιά από τις οποίες όμως, έχει να αναδείξει τις δικές της πρωτοπόρους σ΄αυτή τη διεκδίκηση. Είναι γυναίκες που τόλμησαν να αμφισβητήσουν το κατεστημένο της εποχής τους, παλεύοντας για τη δική τους θέση στην κοινωνία και την πολιτική, γυναίκες που με τους αγώνες τους για την ελευθερία της πατρίδας έμειναν στην ιστορία ως πρότυπα, που μας εμπνέουν και μας οδηγούν.

Από την Καλλιρρόη Παρρέν, που στα τέλη του 19ου αιώνα δημιουργούσε το πρώτο κίνημα γυναικείας χειραφέτησης στην Ελλάδα και την Ελένη Σκούρα που υπήρξε η πρώτη γυναίκα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο μισό και πλέον αιώνα αργότερα, ως την αγωνίστρια και σπουδαία επιστήμονα Αμαλία Φλέμινγκ και ως την μοναδική Μελίνα Μερκούρη, που με το πάθος κίνησε όλο τον κόσμο εναντίον της χούντας για να αφήσει στη συνέχεια βαθύ αποτύπωμα στον πολιτισμό της χώρας, όλες τους υπήρξαν γενναίες βάζοντας το λιθάρι τους για την αλλαγή του κόσμου.

Μελίνα Μερκούρη: Η Μελίνα της Ελλάδας

Μεγάλη ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου με διεθνή καριέρα αλλά και κορυφαία αγωνίστρια για τη δημοκρατία, όπως και πολιτικός που σημάδεψε με την παρουσία της τον πολιτισμό της Ελλάδας, αφήνοντας σπουδαίες παρακαταθήκες στη χώρα, η Μελίνα Μερκούρη (1920 -1994) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες του 20ού αιώνα.

Γνωστή σε όλο τον κόσμο με το μικρό της μόνον όνομα, με ακτινοβολία αξεπέραστη και προσωπικότητα ανεπανάληπτη η Μελίνα αποτελεί ως και σήμερα, 29 χρόνια μετά το θάνατό της σημείο αναφοράς για τον πολιτισμό και όχι μόνο στην Ελλάδα. Μια γυναίκα παράλληλα, που με τόλμη, αίσθηση ελευθερίας αλλά και ευαισθησία έδινε το στίγμα της σύγχρονης Ελληνίδας, αποτελώντας πρότυπο και πηγή έμπνευσης.

Οι κοινωνικές συμβάσεις δεν ήταν για εκείνη αλλά αντίστοιχα η κομψότητα, η ευγένεια και η αλήθεια της προσέγγισης των πραγμάτων που την διέκριναν σε προσωπικό επίπεδο, τα όνειρα και η υλοποίησή τους στο δημόσιο χώρο την κατέστησαν μοναδική και την ανέδειξαν ως την «τελευταία ελληνίδα θεά», όπως έχει χαρακτηρισθεί.

Αριστοκράτισσα από κούνια και επαναστάτρια από φύση, προερχόμενη από οικογένεια πολιτικών, κόρη του υπουργού Σταμάτη Μερκούρη και της Ειρήνης Λάππα, που ανήκε σε μια από τις καλύτερες αθηναϊκές οικογένειες, αγαπημένη και χαϊδεμένη εγγονή του πλέον δημοφιλούς δημάρχου της Αθήνας Σπύρου Μερκούρη, η Αμαλία – Μαρία ήταν μια ανήσυχη και ατίθαση κοπέλα, που μόνο στο θέατρο εύρισκε πραγματικό ενδιαφέρον. Γι΄αυτό και γρήγορα βρέθηκε να σπουδάζει στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και το ίδιο γρήγορα να παίζει μεγάλους ρόλους τόσο στο Εθνικό, όσο και στον Κάρολο Κουν, ακόμη και στο Παρίσι.

«Μην πάτε στη χώρα μου»

Αλλά η Μελίνα αγαπούσε και τον φακό, όπως και ο φακός εκείνη, έτσι ο κινηματογράφος ήταν μια φυσική συνέχεια. Το 1956 ερμηνεύει την περίφημη Στέλλα στην ομώνυμη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη και πάει για πρώτη φορά στις Κάννες, όπου δεν θα βραβευθεί αλλά θα γνωρίσει τον Ζυλ Ντασσέν, κατοπινό σύντροφό της δια βίου. Ο «Χριστός ξανασταυρώνεται», η «Φαίδρα», «Τοπκαπί» αλλά και το «Ποτέ την Κυριακή» για το οποίο η ερμηνεία της κέρδισε βραβείο στις Κάννες το 1960 (εξ ημισείας με την Ζαν Μορό) είναι μερικές από τις ταινίες του Ντασσέν στις οποίες πρωταγωνίστησε ενώ δεν έλειψαν οι συνεργασίες της με άλλους διακεκριμένους σκηνοθέτες και σεναριογρλάφους, όπως ο Βιτόριο Ντε Σίκα, ο Νόρμαν Τζούισον, ο Καρλ Φόρμαν.

Το 1960 θα έχει άλλη μια μεγάλη επιτυχία, στο θέατρο αυτή τη φορά, με το «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν και το 1967 θ΄ανοίξει τα φτερά της για Μπρόντγουεϊ, όπου θα παίξει στο «Ίλια Ντάρλινγκ» με τον Ζυλ Ντασσέν. Εκεί θα μάθει από ένα τηλεφώνημα του Μάνου Χατζιδάκι τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου για το πραξικόπημα στην Ελλάδα. Και τότε μέσα σε μια νύχτα η ζωή της θα άλλαζε οριστικά.

Το θέατρο και ο κινηματογράφος θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν, όμως προτεραιότητα είχε πια η Ελλάδα. Η αντιδικτατορική δράση της Μελίνας θα άρχιζε αμέσως, με τις δηλώσεις της στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, όταν έλεγε κλαίγοντας «Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου», κι αυτό θα της στοίχιζε την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας, ύστερα από απόφαση της χούντας αλλά και απειλές εναντίον της ζωής της.

«…επιβάλλεται να διοχετεύεται συνεχώς διά του ψιθύρου και διά δημοσιευμάτων ότι η Μερκούρη είναι κομμουνίστρια και εργάζεται όχι διά την Δημοκρατίαν αλλά διά τον κομμουνισμόν», έγραφε μάλιστα μεταξύ άλλων ένα έγγραφο της χούντας που βρέθηκε στον φάκελό της. Την ίδια εποχή η λογοκρισία απαγόρευσε τους δίσκους και τις ταινίες της ενώ δεσμεύτηκε η περιουσία της.

Ο αντιδικτατορικός αγώνας

Η Μελίνα ωστόσο δεν σταμάτησε ούτε στιγμή τον αγώνα της συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις, απεργίες πείνας, συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις. Πραγματοποιεί περιοδεία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, χρησιμοποιεί το όνομα και τη φήμη της για να συναντηθεί με πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους για να προβάλλει την ανάγκη επανόρθωσης της Δημοκρατίας, δίνει συνεντεύξεις, κάνει ομιλίες, τραγουδά ενάντια στους συνταγματάρχες. Θα γνωρίσει όμως και τον Ανδρέα Παπανδρέου με τον οποίο αργότερα θα συμπορευτούν πολιτικά. Αλλά και θα κινδυνεύσει δύο φορές από απόπειρες φασιστικών οργανώσεων εναντίον της στο θέατρο της Γένοβας και στο Βέλγιο.

Στην Αθήνα θα επιστρέψει ακριβώς δύο μέρες μετά την πτώση της χούντας, τον Ιούλιο του 1974. Εντάσσεται στο Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, είναι άλλωστε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του και παίρνει αμέσως μέρος στις εκλογές στη Β΄ Περιφέρεια Πειραιά αλλά δεν θα εκλεγεί. Αυτό ανατρέπεται όμως, τόσο στις εκλογές του 1977 όσο και του 1981 ενώ στις επόμενες (1985, Ιούνιος 1989, Νοέμβριος 1989, 1990 και 1993) θα είναι στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών Επικρατείας σε εκλόγιμη θέση. Ως το 1981 εξάλλου, που το ΠΑΣΟΚ γίνεται κυβέρνηση εμφανίζεται στο θέατρο με εξέχουσες ερμηνείες στην «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ, και στο «Γλυκό πουλί της νιότης» και τα δύο σε σκηνοθεσία του Ντασσέν, στη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη, στην «Ορέστεια» του Κουν, παίζοντας την Κλυταιμνήστρα στην Επίδαυρο αλλά και στην ταινία «Κραυγή γυναικών» από τον Ντασσέν και πάλι.

Σπουδαίο έργο

Από τον Οκτώβριο του 1981 και για οκτώ χρόνια η Μελίνα θα είναι η υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδας. Έχοντας για μεγάλο της ατού τις σημαντικές γνωριμίες της στο εξωτερικό οργανώνει αντίστοιχα την πολιτική της, επιδεικνύοντας μεγάλη εξωστρέφεια, που μόνον καλό προσέφερε στη χώρα. Όπως όταν συναντιόταν με σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής σαν τον Τζακ Λανγκ που ήταν και προσωπικός της φίλος, τον Αντρεότι, τον Γκένσερ, τον Πάλμε, τον Γκονζάλεθ, τον Πάπα, την Γκάντι, τον Μιτεράν.

Ένα μόλις χρόνο μετά την εκλογή της θα έριχνε και την «βόμβα» διεθνώς, θέτοντας για πρώτη φορά επίσημα ως υπουργός Πολιτισμού το αίτημα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO στο Μεξικό, τον Ιούλιο το 1982. Μερικά χρόνια αργότερα το 1989, με την προκήρυξη διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού θα κινούσε και τη διαδικασία ανέγερσης ενός νέου Μουσείου Ακρόπολης, που θα στέγαζε τα Γλυπτά, διοργανώνοντας για το σκοπό αυτό και σημαντικές εκδηλώσεις, όπως οι συναυλίες του Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, του Βαγγέλη Παπαθανασίου και άλλων. Και παράλληλα θα έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης και γενικότερα στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Στην Μελίνα όμως ανήκει και η ιδέα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας στον άξονα Ιερά Οδός – Πλάκα – Στύλοι Ολυμπίου Διός, για τη δημιουργία ενός αρχαιολογικού πάρκου, πιστεύοντας ότι «είναι χρέος της Ελλάδας να διασώσει την καρδιά της ιστορίας της, την καρδιά της Αθήνας, το ιστορικό της κέντρο». Αλλά δική της ήταν και η ιδέα του θεσμού «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», που καθιερώθηκε από το 1985 με πρώτη πόλη την Αθήνα και έκτοτε συνεχίζεται με μεγάλη επιτυχία από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

Θεωρώντας εξάλλου απαραίτητη την πολιτιστική αποκέντρωση δημιούργησε από το 1983 τον θεσμό των Περιφερειακών Θεάτρων, με το πρόγραμμα «Μελίνα – Εκπαίδευση και Πολιτισμός» θέλησε να επιτύχει τη διείσδυση του πολιτισμού στα σχολεία ενώ με το πρόγραμμα «Αιγαίο Αρχιπέλαγος» και σε συνεργασία με άλλα υπουργεία και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου στόχευσε στην προβολή του αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού. Παράλληλα όμως συνέβαλε και στην κατάδειξη της λεηλασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη Κύπρο.

Το μεγαλύτερο βραβείο

Μια αποτυχημένη υποψηφιότητα για το Δήμο Αθηναίων το 1990 της στοίχισε, όταν έχασε τις εκλογές από τον Αντώνη Τρίτση, αλλά δεν την πτόησε. Άλλωστε το 1993 επανήλθε στο υπουργείο Πολιτισμού, τώρα όμως η θητεία της θα ήταν σύντομη. Καταπονημένη από την πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο η Μελίνα θα έφευγε από τη ζωή στις 6 Μαρτίου του 1994 στη Νέα Υόρκη και η είδηση του θανάτου της θα προκαλούσε διεθνή συγκίνηση. Η κηδεία της στην Αθήνα με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού θα ήταν πάνδημη, οι εκδηλώσεις αγάπης αλλά και η έκφραση θλίψης πρωτοφανείς.

Στη διάρκεια της ζωής της, όπως είναι φυσικό η Μελίνα Μερκούρη είχε τιμηθεί με πολλά βραβεία, μετάλλια και διακρίσεις από αρχηγούς κρατών, πανεπιστήμια, διεθνείς οργανισμούς, όπως Unesco οργανώσεις, δήμους της χώρας και άλλους. Το μεγαλύτερο όμως, είναι η διαρκής αναφορά στο όνομά της, στο έργο της και στην προσωπικότητά της, ανήκοντας πλέον στην κατηγορία των ελληνίδων θεαινών, που έρχονται από τα βάθη του χρόνου, μια φορά στο τόσο για να δώσουν λάμψη και αξία σ΄αυτή τη χώρα. Κι όταν τα μάρμαρα θα επιστρέψουν στην Ελλάδα «ακόμα κι αν δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ», όπως έλεγε.

Αμαλία Φλέμινγκ: Μια ζωή αφιερωμένη σε υψηλά ιδανικά

Κωνσταντινουπολίτισσα, κόρη ενός γνωστού ιατρού δερματολόγου, του Χαρίλαου Κουτσούρη, η Αμαλία Φλέμινγκ (1912-1986), που μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα υπήρξε ένα εμβληματικό πρόσωπο για τη νεώτερη Ελλάδα με την αντιστασιακή και αντιδικτατορική δράση της αλλά και τη δραστηριοποίησή της για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των γυναικών αλλά και για την ελευθερία, τη δημοκρατία και την ειρήνη.

Η οικογένειά της έφθασε στην Αθήνα στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τη λεηλασία της κλινικής του πατέρα της από Τούρκους και η ίδια σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρά την κλίση και την αγάπη της στη λογοτεχνία. Προφανώς όμως καλά έπραξε, όπως απέδειξε η συνέχεια, αφού μετά το διδακτορικό της στην Ελλάδα, συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι όπου και εργάσθηκε στο Νοσοκομείο Necker, ενώ το 1945 με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου πήγε στο Λονδίνο για να εργαστεί στο Wright Fleming Institute δίπλα στον Νομπελίστα μικροβιολόγο Αλεξάντερ Φλέμινγκ.

Στο ενδιάμεσο είχε προλάβει να κάνει έναν γάμο με τον φίλο του αδερφού της, τον αρχιτέκτονα Μανώλη Βουρέκα, από τον οποίο χώρισε σύντομα, ενώ όταν επέστρεψε στην Ελλάδα με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, κρύβοντας πατριώτες και βοηθώντας διωκόμενους Εβραίους.

«Στο διάστημα της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι πήρα κι εγώ μέρος στην αντίσταση γιατί πίστευα ότι ένας λαός είναι δικαιωματικά κυβερνήτης της χώρας του και δεν μπορεί να ανέχεται ξένες δυνάμεις να πατάνε το χώμα του και να γίνονται αφεντικά του. Αισθανόμουν -και φυσικά αισθάνομαι ακόμα- βαθύτατο σεβασμό προς όλους τους ανθρώπους, την αξιοπρέπειά τους και το δικαίωμά τους να ζουν ελεύθεροι», έγραφε η ίδια .

Η Φλέμινγκ και ο Παναγούλης

Κοντά στον Φλέμινγκ, τον μεγάλο επιστήμονα, που η ανακάλυψή του, της πενικιλίνης είχε σώσει ήδη χιλιάδες ανθρώπους από το θάνατο η Αμαλία θα εύρισκε έναν μέντορα αλλά και έναν αγαπημένο άνθρωπο, παρά τα τριάντα χρόνια που τους χώριζαν. Το 1949 ωστόσο επέστρεψε στην Ελλάδα για να αναλάβει τη διεύθυνση του Ευαγγελισμού, ώσπου το 1953 θα αποδεχόταν την πρόταση γάμου από τον Φλέμινγκ, με τον οποίο όμως έζησαν μόλις δύο χρόνια μαζί, αφού εκείνος έφυγε από τη ζωή το 1955.

Η Αμαλία Φλέμινγκ, που παρ΄ότι είχε τον τίτλο της Λαίδης, καθώς ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ ήταν Σερ, δεν τον χρησιμοποιούσε ποτέ, συνέχισε τη ζωή της ταγμένη στην επιστήμη, ως τη στιγμή, που η δικτατορία των συνταγματαρχών την κινητοποίησε ενεργά και πάλι. Το 1971 όμως η χούντα την συνέλαβε με την κατηγορία, ότι σχεδίαζε την απόδραση του Αλέκου Παναγούλη από τη φυλακή.

Και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα έγραφαν οι εφημερίδες η Αμαλία Φλέμινγκ είχε συλληφθεί με άλλα τρία άτομα τη νύκτα της 30ής προς την 31η Αυγούστου έξω από το στρατόπεδο στο Γουδί όπου κρατείτο ο Αλέκος Παναγούλης, καταδικασμένος σε θάνατο για την απόπειρα δολοφονίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Κάτι που η ίδια δεν αρνήθηκε στην απολογία της, επισημαίνοντας ότι ήθελε να συμβάλει στην απόδραση του Παναγούλη για λόγους ανθρωπιστικούς, επειδή γνώριζε ότι τον βασάνιζαν.

Αγώνες και πολιτική

Η τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε η χούντα σ΄αυτή τη διακεκριμένη επιστήμονα και σημαντική γυναίκα με την βεβαρημένη ήδη υγεία ήταν φυσικά όμοιος με των άλλων συλληφθέντων. Ανάκριση επί 25 ημέρες και βασανισμοί, δίκη και καταδίκη από το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών. Κι αν απέφυγε τελικώς τη φυλάκιση ήταν γιατί ο διεθνής αντίκτυπος για τη σύλληψή της ανάγκασε τη χούντα να την αφήσει ελεύθερη, όχι όμως για να ζήσει στην Αθήνα.

Τελική τιμωρία της ήταν απέλασή της από τη χώρα, βιαστικά και παρά τη θέλησή της φυσικά, όταν τέσσερις αστυνομικοί την οδήγησαν ξημερώματα από το σπίτι της στο αεροδρόμιο, όπου την επιβίβασαν σε αεροσκάφος με προορισμό το Λονδίνο.

Η Αμαλία Φλέμινγκ όμως, θα συνέχιζε να αγωνίζεται εναντίον των δικτατόρων, όταν αργότερα μάλιστα, κατέθετε ως μάρτυρας στη δίκη των βασανιστών της ΕΑΤ – ΕΣΑ θα είχε αναφέρει, λόγω των ιατρικών γνώσεών της και τη χρήση παραισθησιογόνων και άλλων ουσιών κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων.

Μετά την δικτατορία, η επιστροφή της στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από την δράση της μέσα από τον πολιτικό στίβο, πρώτα το 1977 ως βουλευτής Επικρατείας και το 1981 και 1985 εκλεγμένη στην Α΄ Αθηνών. Η φωνή της ακουγόταν όμως και στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στη Διεθνή Αμνηστία καθώς υπήρξε η πρώτη πρόεδρος του ελληνικού τμήματος, στον Σύνδεσμο Ελλήνων Επιστημόνων από τη θέση της προέδρου, στη Δημοκρατική Μέριμνα, στην Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην Επιτροπή για τον Επαναπατρισμό των Πολιτικών Προσφύγων, στην Επιτροπή για την απελευθέρωση του Τουρκικού λαού και τη Δημοκρατία.

Μια ζωή αφιερωμένη σε υψηλά ιδανικά, τα οποία υπηρέτησε με αυταπάρνηση, αγώνες που εκτιμήθηκαν από την Πολιτεία που την απένειμε το παράσημο Ευποιίας.

Ελένη Σκούρα: Η πρώτη εκλεγμένη βουλευτής

Η πρώτη εκλεγμένη γυναίκα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο Ελένη Σκούρα (1896-1991) το γένος Παπαχρήστου, γεννημένη στο Βόλο, είχε αρχικά άλλες βλέψεις για τη ζωή της. Όταν η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1915, σπούδασε φωνητική και στη συνέχεια, όπως όλα τα κορίτσια της εποχής της παντρεύτηκε, τον δικηγόρο Δημήτριο Σκούρα. Γυναίκα με θέληση και ενδιαφέροντα πέρα από τα του οίκου της εκδήλωσε κατ΄ αρχάς σημαντική κοινωνική δράση για την ανακούφιση των προσφύγων μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.

Επίσης το 1925 διατέλεσε αντιπρόεδρος του «Ασύλου Ορφανών θηλέων» και του Βρεφοκομείου «΄Αγιος Στυλιανός», ενώ το 1937 ήταν αντιπρόεδρος της Χ. Ε. Ν. Θ. Κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής η δράση της ήταν πλέον κοινωφελής και αντιστασιακή, το καλοκαίρι του 1942 όμως συνελήφθη από τους Γερμανούς και φυλακίσθηκε μαζί με τον σύζυγο και τον αδελφό της, Απόστολο Παπαχρήστου.

Με το τέλος του πολέμου η Ελένη Σκούρα ίδρυσε το 1945 τον «Εθνικό Σύνδεσμο Ελληνίδων Θεσσαλονίκης» ενώ από τον επόμενο χρόνο ήταν πρόεδρος της «Φανέλας του Στρατιώτη». Παράλληλα αποφασίζει να σπουδάσει Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, μια τολμηρή απόφαση λόγω της ηλικίας της, κι όμως, πρωτοπορώντας και εδώ, παίρνει το πτυχίο της, το 1950 σε ηλικία 54 ετών, οπότε και αρχίζει την δικηγορία μαζί με τον σύζυγό της.

Δραστηριοποίηση στην κοινωνική μέριμνα

Η ενασχόληση με την πολιτική, παρ΄ ότι καινοφανής για γυναίκα της εποχής της, δεν άργησε να έρθει. Από το 1951 βρίσκεται στο κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού, του οποίου επικεφαλής ήταν ο Αλέξανδρος Παπάγος, έχοντας στην ευθύνη της το γυναικείο τμήμα του και το 1952 συμμετέχει στις εθνικές εκλογές. Η πλήρης κατοχύρωση των δικαιωμάτων του εκλέγειν και εκλέγεσθαι για τις Ελληνίδες είχε ψηφισθεί μάλιστα, μόλις τον Μάιο του ίδιου χρόνου.

Η Ελένη Σκούρα εκλέχθηκε βουλευτής στο Νομό Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο του 1953, ύστερα από αναπληρωματική εκλογή, λόγω του θανάτου του βουλευτή, που είχε εκλεγεί με τον Ελληνικό Συναγερμό.

«Θα προσπαθήσω να πράξω παν το δυνατόν δια να φανώ ανταξία της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων μου, τους οποίους θερμώς ευχαριστώ. Γνωρίζω ότι ως πρώτη και μοναδική γυναίκα εις την Βουλήν έχω μεγάλας ευθύνας και πολλά καθήκοντα. Είναι πολλά εκείνα που πρέπει να πράξωμεν υπέρ των Ελληνίδων, ιδίως εις τον τομέα της κοινωνικής μερίμνης» είχε δηλώσει η ίδια μετά από τη νίκη της, που ήταν και νίκη όλων των Ελληνίδων, και πράγματι στα τρία χρόνια που παρέμεινε βουλευτής ανέπτυξε ιδιαίτερη δράση σ΄αυτόν τον τομέα.

Παράλληλα το 1954 ήταν πρόεδρος της «Ελληνικής Ομοσπονδίας Επαγγελματιών και Επιχειρηματιών» και το 1960 της «Ελληνικής Μέριμνας» ιδρύοντας Παιδικό Σταθμό για 200 παιδιά εργαζόμενων μητέρων ενώ το 1966 ήταν πρόεδρος του «Συνδέσμου Ενίσχυσης Κοινωνικής Ψυχιατρικής». Υπηρεσίες για το σύνολο των οποίων τιμήθηκε με το στρατιωτικό μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων και με τον Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος Ευποιίας, το χρυσό μετάλλιο Ροταριανού Ομίλου Θεσσαλονίκης και με το χρυσό μετάλλιο Αγίου Δημητρίου.

Καλλιρρόη Παρρέν: Η πρωτοπόρα του γυναικείου κινήματος

Μπορεί σήμερα το όνομα της Καλλιρρόης Παρρέν (1861-1940) να συνοδεύεται από το χαρακτηρισμό «η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια», αυτή όμως η δραστήρια και δυναμική γυναίκα υπήρξε πολύ περισσότερα, αφοσιωμένη όπως ήταν στον αγώνα για τη γυναικεία χειραφέτηση, όπως εκείνη την εννοούσε, λαμβάνοντας υπ΄όψιν το γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής της.

Ταυτόχρονα, εκδίδοντας από το 1887 το εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης «Η Εφημερίς των Κυριών» με γυναίκες συντάκτριες έγινε και η πρώτη ελληνίδα δημοσιογράφος και εκδότης. Τίτλους που κατέκτησε επαξίως αλλά και τίμησε μέσα από την αρθρογραφία της εφημερίδας της αλλά και με το σύνολο του έργου της, έχοντας να αντιμετωπίσει συχνά, δριμείες επιθέσεις.

Με βασικό της στόχο να διαδώσει το μήνυμα της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων δραστηριοποιήθηκε με κάθε τρόπο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, οργανώνοντας και συντονίζοντας κινήσεις για το δικαίωμα των γυναικών στην εκπαίδευση, για την ίδρυση σχολείων για γυναίκες κατώτερης κοινωνικής τάξης, είτε συμμετέχοντας σε διεθνή φεμινιστικά συνέδρια.

Γνωρίζοντας εξάλλου, ότι η αρχή έπρεπε να γίνει από την Πολιτεία άσκησε πίεση για την νομοθετική εξίσωση των γυναικών με τους άνδρες μέσα από την ψήφιση προστατευτικών νόμων στον Οικογενειακό και Αστικό Κώδικα, ώστε να βελτιωθεί η θέση τους στην οικογένεια και την κοινωνία.

Ο αγώνας για την μόρφωση των γυναικών

Για κείνην η Ελληνίδα της νέας εποχής θα έπρεπε να είναι μορφωμένη, εργαζόμενη, δηλαδή οικονομικά ανεξάρτητη και ισότιμη με τον άνδρα. Βάζοντας όμως έτσι, σε δεύτερο χρόνο το αίτημα των πολιτικών δικαιωμάτων, παρά το γεγονός, ότι τα άλλα γυναικεία κινήματα στην Ευρώπη τα τοποθετούσαν στην πρώτη θέση.

Όπως ανέφερε στην «Εφημερίδα των Κυριών» «Ἀλλ’ εἰς ἡμᾶς δὲν συμβαίνει ὅ,τι συνέβαινε τότε (1848) εἰς τὴν Γαλλικὴν πρωτεύουσα. Ἡμεῖς οὔτε πολιτικὴν ψῆφον διεξεδικήσαμεν, οὔτε προνόμια ἐπίσημα ἐν τῇ πολιτείᾳ ἐπιζητοῦμεν, οὔτε θέσεις κἂν ἐπιφανεῖς καὶ ἀξιώματα. Ἡμεῖς ἕν ἐπιδιώκομεν: τὴν διὰ τῆς ἐντίμου καὶ ἀξιοπρεποῦς ἐργασίας ἐξασφάλισιν τοῦ ἄρτου τῶν γυναικῶν, αἵτινες ἕνεκα τοῦ δυσεπιτεύκτου σήμερον καταστάντος γάμου, δι’ ἔλλειψιν προικός, κινδυνεύουν νὰ ἀποθάνουν τῆς πείνης».

Η ίδια είχε ιδρύσει το 1911 το Λύκειο των Ελληνίδων ενώ ο αγώνας της είχε πράγματι ως αποτέλεσμα την αλλαγή της νομοθεσίας από την κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, που επέτρεψε τη φοίτηση γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο.

Φίλοι και εχθροί

Η δράση της ωστόσο, παρά τους φανατικούς υποστηρικτές της, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Βλάσης Γαβριηλίδης συνάντησε και μεγάλες αντιδράσεις. Πιο χαρακτηριστική ήταν αυτή του Εμμανουήλ Ροΐδη, που έγραφε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (28 Απριλίου 1896), ότι οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα στη μόρφωση και την εργασία αλλά θα έπρεπε να περιοριστούν μόνο στα καθήκοντα της νοικοκυράς ή της εταίρας, ενστερνιζόμενος έτσι, την άποψη ενός αναρχικού στοχαστή, του Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν. Η αντιπαράθεση, όπως ήταν επόμενο διήρκεσε πολλά χρόνια. Η Καλλιρρόη Παρρέν όμως δεν ήταν από εκείνες που πτοούνται εύκολα.

Στην «Εφημερίδα των Κυριών» δημοσιεύονταν κείμενα πολλών Ελληνίδων συγγραφέων και ποιητριών, είτε ήταν φεμινίστριες είτε όχι, όπως η Σαπφώ Λεοντιάδος, η Σοφία Σλήμαν, η Μαριέττα Μπέτσου, η Υπατία Στάμπα και άλλες. Και η ίδια άλλωστε εξέδωσε πολλά μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων «Τα βιβλία της Αυγής», «Η χειραφετημένη», «Η μάγισσα» και «Η νέα γυναίκα». Παράλληλα ίδρυσε το «Κυριακάτικο σχολείο για γυναίκες», το «Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης» αλλά και το «Άσυλο των Ανιάτων», ενώ η Ένωση Γυναικών που δημιούργησε το 1896 τέθηκε αμέσως υπό την αιγίδα της βασίλισσας Όλγας και της πριγκίπισσας Σοφίας.

Η Καλλιρρόη Παρρέν, το γένος Σιγανού είχε γεννηθεί στον Πλάτανο Αμαρίου στο Ρέθυμνο αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά. Φοίτησε πρώτα στις Γαλλίδες Καλόγριες και μετά στο Αρσάκειο ενώ το 1878 ανέλαβε τη διεύθυνση του ιδιωτικού παρθεναγωγείου του Σταυράκη Αμηρά στην Αδριανούπολη και τον επόμενο χρόνο του Ροδοκανάκειου Παρθεναγωγείου της Οδησσού. Έλαβε το επώνυμο Παρρέν από τον σύζυγό της, γάλλο δημοσιογράφο Ιωάννη Παρρέν, ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου και ένθερμο υποστηρικτή σε κάθε της βήμα.

 

https://www.mononews.gr/  13 March, 2023 ΑΡΘΡΑΓΝΩΜΕΣ

mesaralive.gr | επίσημη σελίδα