Λειψυδρία: Καμπανάκι και για τα υπόγεια ύδατα – Η χαρακτηριστική περίπτωση των Μοιρών

tovima.gr  04 July, 2025 ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑΑΡΘΡΑ
Λειψυδρία: Καμπανάκι και για τα υπόγεια ύδατα – Η χαρακτηριστική περίπτωση των Μοιρών

Φράγματα που δεν περιορίζουν κανέναν υδάτινο όγκο, γεωτρήσεις που βυθίζονται ολοένα και βαθύτερα, υδραγωγεία που στεγνώνουν, λίμνες που δεν αναπληρώνονται συνθέτουν το εφιαλτικό υδρολογικό παζλ της χώρας σήμερα.

Η Ελλάδα διψά και το μέλλον προμηνύεται ξηρό, με τις προβλέψεις για την επάρκεια νερού να είναι δυσοίωνες.

Η λειψυδρία δεν είναι πρόβλημα του μέλλοντος, είναι ήδη εδώ και επιδεινώνεται χρόνο με τον χρόνο. Για την Αττική δε, όπου ζει περίπου ο μισός πληθυσμός της χώρας, από το περασμένο φθινόπωρο αναζητούνται λύσεις καθώς τα αποθέματα των ταμιευτήρων που την τροφοδοτούν (Μόρνος, Εύηνος, Μαραθώνας, Υλίκη) επαρκούν το πολύ για δύο χρόνια. Παρόμοιο σκηνικό ξετυλίγεται και σε άλλες περιοχές.

Η κατάσταση δείχνει ακόμη πιο δραματική εάν η εικόνα συμπληρωθεί με τα μειωμένα αποθέματα των υπόγειων υδάτων, που θεωρούνται «στρατηγικής σημασίας» καθώς δεν είναι άμεσα εκτεθειμένα σε ρύπανση και δεν υπόκεινται σε εξάτμιση. Κύριος «ύποπτος» ο αγροτικός τομέας, ο οποίος έχει υψηλή εξάρτηση από τα υπόγεια νερά και ευθύνεται για το 85% της απόληψης υδάτων της χώρας. Ποια είναι η κατάσταση σήμερα;

 

Περιοχές χωρίς νερό

Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ) που έχει την ευθύνη για την παρακολούθηση των υπόγειων υδάτων της χώρας, υπάρχουν περιοχές της χώρας που πρακτικά δεν έχουν πόσιμο νερό. Στις πλέον ευάλωτες περιλαμβάνονται τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων, η Ανατολική Αργολίδα καθώς και τα Μουδανιά και η Κασσάνδρα Χαλκιδικής.

Σύμφωνα με τον επιστημονικό υπεύθυνο του Δικτύου Παρακολούθησης και προϊστάμενο του Τμήματος Υδρογεωλογίας και Υδρολογίας της ΕΑΓΜΕ, γεωλόγο Βασίλειο Ζόραπα, οι παράγοντες που επηρεάζουν τα υπόγεια ύδατα είναι κυρίως οι βροχοπτώσεις, η υφαλμύρινση και οι ανθρωπογενείς πιέσεις.

Η παρούσα φάση της ανομβρίας, όπως επισημαίνει ο ίδιος, έχει πλήξει πιο έντονα περιοχές στο νότιο και ανατολικό τμήμα της χώρας και πιο συγκεκριμένα τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και την Ανατολική Πελοπόννησο, από την Κορινθία έως και τη Λακωνία. Επίσης, τμήματα της Θεσσαλίας και της Κεντρικής Μακεδονίας αντιμετωπίζουν θέματα επάρκειας διαχρονικά, τα οποία δεν οφείλονται αποκλειστικά στη μείωση των βροχοπτώσεων, αλλά και σε θέματα διαχείρισης της άρδευσης στις δύο περιοχές.

Από τα στοιχεία του Δικτύου Παρακολούθησης Υπόγειων Νερών προκύπτει ότι οι περιοχές που δέχονται σταθερά έντονες πιέσεις «είναι εκείνες που αντιμετωπίζουν διαχρονικά προβλήματα επάρκειας, τα οποία σε συνθήκες ανομβρίας μεγιστοποιούνται, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία της ορθής διαχείρισης», τονίζει ο κ. Ζόραπας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σύστημα υπόγειων νερών Μοιρών Κρήτης όπου, από το 2014 έως σήμερα, καταγράφεται πάνω από 25 μέτρα μείωση της στάθμης, η οποία, σύμφωνα με τον γεωλόγο του ΕΑΓΜΕ, δεν οφείλεται μόνο στη λειψυδρία – την περασμένη δεκαετία άλλωστε υπήρχαν και καλά υδρολογικά έτη – αλλά στις υπεραντλήσεις εξαιτίας της κατανάλωσης υδάτων για άρδευση. Σε άλλες περιοχές, όπως στο αργολικό πεδίο, η στάθμη δεν έπεσε αφού το νερό που χάθηκε αναπληρώθηκε με θαλάσσιο, οπότε πλέον είναι υφάλμυρο και ακατάλληλο προς χρήση.

Υφαλμύρινση υδάτων έχουμε όταν η στάθμη του γλυκού νερού στην ξηρά υποχωρεί λόγω υπεράντλησης και το θαλάσσιο μέτωπο εισβάλλει στην ενδοχώρα και αναπληρώνει τα χαμένα αποθέματα. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου καταγράφεται υφαλμύρινση υδάτων αποτελούν οι παράκτιες πεδινές περιοχές σε Αργολίδα, Κορινθία, Σύρο, Νάξο, Χίο, Ιεράπετρα, Επανομή-Μουδανιά, το Θριάσιο Πεδίο και το Δέλτα Εβρου.

Σχετικά με την πτώση στάθμης σε έναν υπόγειο υδροφορέα, έχει υπολογιστεί ότι ο υποβιβασμός κατά ένα μέτρο – αναλόγως και των χαρακτηριστικών του – ισοδυναμεί με απώλεια 150.000 έως 250.000 κυβικών μέτρων νερού ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Η Αθήνα πάντως, όπως επισημαίνει ο κ. Ζόραπας, αποτελεί ειδική περίπτωση καθώς υδρεύεται κύρια από τους ταμιευτήρες του Μόρνου και του Εύηνου. «Τα αποθέματά τους έχουν μειωθεί σημαντικά, καθώς η τροφοδοσία εντός της λεκάνης απορροής τους είναι ελλιπής τα τελευταία έτη. Σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η απουσία χιονοπτώσεων» αναφέρει.

Γενικότερα, η επάρκεια νερού καθορίζεται κυρίως από τρεις παράγοντες: τις κλιματικές συνθήκες (θερμοκρασία και μεταβολή του ετήσιου ύψους βροχής και χιονοπτώσεων), τις ανθρωπογενείς πιέσεις και την υδρογεωλογική δομή κάθε περιοχής, δηλαδή αν η γεωλογική κατασκευή της είναι κατάλληλη να φιλοξενήσει ή να αποθηκεύσει υπόγειο νερό.

«Οταν οι τρεις αυτοί παράγοντες ή οι συνδυασμοί τους είναι δυσμενείς, τότε προκαλούνται φαινόμενα λειψυδρίας, όπως συμβαίνει στις μέρες μας. Οι δύο πρώτοι παράγοντες είναι μεταβαλλόμενοι και ανατρέπουν την ισορροπία προσφοράς – ζήτησης όπως αυτή έχει διαμορφωθεί διαχρονικά σε μια περιοχή. Οι γεωλογικοί σχηματισμοί, αναλόγως των χαρακτηριστικών τους, είναι δυνατό να αποθηκεύουν ποσότητες νερού που αντιπροσωπεύουν από σχεδόν 0% έως 40% της βροχόπτωσης. Στους σχηματισμούς όπου δεν μπορεί να αποθηκευτεί, το νερό κινείται μόνο επιφανειακά. Σε γενικές γραμμές η αναπλήρωση του υπόγειου νερού είναι μια αργή διαδικασία» σημειώνει ο γεωλόγος της ΕΑΓΜΕ.

Η Ελλάδα δέχεται μέσα ετήσια ύψη βροχόπτωσης από 1.300 χιλιοστά στην Ηπειρο έως 400 χιλιοστά στις Κυκλάδες και τη Χαλκιδική. Οι αλλαγές στο κλίμα, εξηγεί ο κ. Ζόραπας, λειτουργούν εις βάρος της αναπλήρωσης των υπόγειων νερών, ενώ παράλληλα η αύξηση της θερμοκρασίας διευρύνει χρονικά την αρδευτική περίοδο και αυξάνει την υδρευτική χρήση, ασκώντας επιπρόσθετη πίεση σε υπόγεια και επιφανειακά νερά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΑΓΜΕ, κατά την πενταετία 2020-2024 σημειώθηκε μια σημαντική μείωση των βροχοπτώσεων, ειδικά στο νότιο και ανατολικό τμήμα της χώρας. Ενδεικτικά, στον μετεωρολογικό σταθμό της Τρίπολης, στην πενταετία έχει απολεσθεί σχεδόν ένα υδρολογικό έτος, με τον ετήσιο μέσο όρο να έχει πέσει στα 617 χιλιοστά από 750 χιλιοστά που ήταν πριν.

 

Απουσία στρατηγικής

«Οι πιέσεις που δέχονται τα υπόγεια υδατικά συστήματα τις περισσότερες φορές οφείλονται σε λανθασμένη ή κακή χρήση, η οποία οδηγεί σε κατασπατάληση του πόρου. Ο σημαντικότερος παράγοντας είναι οι απώλειες των δικτύων μεταφοράς του νερού που ξεπερνούν το 50%. Η παράνομη χρήση και η έλλειψη ελέγχων των απολήψεων από τις αδειοδοτούσες αρχές αποτελούν επίσης μεγάλο πρόβλημα. Κρίσιμη είναι και η απουσία στρατηγικής για τον τουριστικό και αγροτικό τομέα» τονίζει ο κ. Ζόραπας.

Οπως αναφέρει, η αύξηση του τουριστικού ρεύματος, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η επέκταση των δικτύων και η αύξηση των απωλειών λόγω παλαιότητας έχουν υπερδιπλασιάσει στην τελευταία 25ετία την ετήσια κατανάλωση νερού στην Ελλάδα, φθάνοντας στα 1,8 δισ. κυβικά μέτρα από περίπου 800 εκατ. το 2000.

Ιδιαίτερη αξία σε περιόδους ανομβρίας, σύμφωνα με τον γεωλόγο της ΕΑΓΜΕ, έχει η εξοικονόμηση στη χρήση, με την άρδευση να πρέπει να «σηκώσει» το μεγαλύτερο βάρος, καθώς αποτελεί τον μεγαλύτερο καταναλωτή.

Και καταλήγει: «Δεν υπάρχουν ούτε άμεσες ούτε εύκολες λύσεις και ενδεχομένως να μην υπάρχουν λύσεις για όλες τις περιοχές. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να στοχεύσουμε στον μετριασμό του προβλήματος. Είναι αναγκαίο να οροθετηθεί ο αριθμός των επισκεπτών και των τουριστικών υποδομών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ικανότητα των υπόγειων και επιφανειακών συστημάτων νερού. Επιπλέον, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο αλλαγής των καλλιεργειών και αντικατάστασής τους με άλλες λιγότερο υδροβόρες. Εξίσου σημαντικός είναι και ο έλεγχος των απολήψεων και των παράνομων υδροληψιών».

 

tovima.gr  04 July, 2025 ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

 

Περισσότερα νέα

mesaralive.gr | επίσημη σελίδα